ΑΠ 730/2019 (πολ): Στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου, δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση. Συνέπεια τούτων είναι ότι η απόφαση που κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322, 324 ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής.
«Κατά το άρθρο 1439 παρ.1 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.
Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, ως λόγος διαζυγίου, ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικά όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού.
Συνεπώς, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποίος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος το λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης.
Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου, δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ 6/2018).
Συνέπεια τούτων είναι ότι η απόφαση που κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (άρθρα 322, 324 ΚΠολΔ), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής (ΑΠ 1077/2017).
Στην πραγματικότητα δηλαδή αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 1060/2014).
Επομένως, αν ασκηθεί αγωγή διαζυγίου για ισχυρό κλονισμό από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου και κατ’ αποδοχή της αγωγής αυτής απαγγελθεί από το δικαστήριο της ουσίας με τελεσίδικη απόφαση η λύση του γάμου, για ισχυρό κλονισμό από λόγους συνδεόμενους με το πρόσωπο του άλλου συζύγου, είναι προφανές ότι ο διάδικος, του οποίου η αγωγή έγινε δεκτή, δεν έχει έννομο συμφέρον, κατά τα άρθρα 68, 556 παρ.2 και 578 ΚΠολΔ, να ασκήσει αναίρεση κατά της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της, με σκοπό να εξαφανιστεί η απόφαση επειδή δεν έγιναν δεκτά όλα τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία ο ενάγων στήριζε τον ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, ώστε να θεμελιωθεί και σ’ αυτά η λύση του γάμου, καθόσον η έννομη συνέπεια που επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει και ως εκ τούτου το υποβληθέν από τον ίδιο αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, απαρτίζοντα, όμως, τον ίδιο λόγο (αντικειμενικό κλονισμό του γάμου), ενώ η ίδια απόφαση δεν αποτελεί δεδικασμένο για την ύπαρξη κανενός από τα επί μέρους πραγματικά περιστατικά, που κρίθηκε, ότι επέφεραν ή όχι τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης των διαδίκων (ΑΠ 559/2015, ΑΠ 1055/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: “Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30-11-2010 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. 280/2010) αγωγή της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ενάγουσα Σ. Α.υ ζήτησε να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο Ν. Α. λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις δατάξεις των άρθρων 1438 και 1439 παρ. 1 ΑΚ, δέχθηκε αυτήν ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε τη λύση του γάμου των διαδίκων λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εναγομένου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα, με την υπό κρίση έφεσή της και με το διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν πρώτο λόγο, που ανάγεται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί την τροποποίηση της εκκαλουμένης, ώστε να ληφθούν υπόψη και έτερα κλονιστικά του γάμου περιστατικά. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του Δικαστηρίου, να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ελλείψει εννόμου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρα 68, 73, 516 και 532 ΚΠολΔ), καθόσον η έννομη συνέπεια, δηλαδή η λύση του γάμου, που επεδίωξε η ενάγουσα εκκαλούσα και στην οποία εξαντλείται η δίκη διαζυγίου, έχει ήδη επέλθει με την παραδοχή από την εκκαλουμένη της αγωγής της περί διαζυγίου και την απαγγελία της λύσης του γάμου”. Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο δεν κήρυξε, παρά το νόμο, απαράδεκτο, εφόσον η αναιρεσείουσα με την έφεσή της, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της, ζήτησε την τροποποίηση της απόφασης προκειμένου να ληφθούν υπόψη και τα επικαλούμενα στην αγωγή της γεγονότα, που αφορούν την προσωπική της συμβολή στην ανάπτυξη της αναφερόμενης κοινής εταιρείας και των συνθηκών διαβίωσης της ιδίας και του αναιρεσίβλητου, που δεν ασκούσαν έννομη επιρροή στη δίκη. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι εσφαλμένα το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος την έφεση, είναι αβάσιμος». (areiospagos.gr)
Πηγή: LEGALNEWS24.gr